- αμφίσωπος
- ἀμφίσωπος, -ον (Α)αυτός που φαίνεται από όλα τα σημεία, περίβλεπτος, περίοπτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφὶς + ὤψ*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφίσωπον — ἀμφίσωπος masc/fem acc sg ἀμφίσωπος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφίς — ἀμφίς (επίρρ., πρόθ.) (Α) Ι. επίρρ. 1. και στα δύο μέρη 2. ολόγυρα 3. χωριστά, σε δύο μέρη, διαφορετικά 4. μεταξύ ΙΙ. πρόθ. αντί τής ἀμφί 1. γύρω από κάτι, από παντού, ολόγυρα 2. όσον αφορά 3. μακριά από κάτι, χωριστά, δίχως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek